ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Λαογραφικός είναι ο πολιτισμός που η ίδια του η λέξη ορίζει: ό,τι λέει, πράττει, συνηθίζει σε συλλογικό και κοινωνικό επίπεδο ο λαός ενός τόπου. Οι ρίζες της λαογραφίας της περιοχής της Κισσάμου χάνονται στα βάθη των αιώνων, πηγαίνοντας χιλιετίες πίσω στα χρόνια του Μινωικού Πολιτισμού.

ΛΑΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ
Η μουσική και το τραγούδι είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής των κατοίκων της περιοχής. Τα παραδοσιακά μουσικά όργανα στην Κίσσαμο είναι το λαούτο και το βιολί, αντί της λύρας άλλων περιοχών. Οι ντόπιοι τα αποκαλούν «ζυγιά» και είναι συνυφασμένα με πολυήμερα γλέντια χαρούμενων γεγονότων όπως οι γάμοι, τα πανηγύρια, οι αρραβώνες, οι βαπτίσεις και άλλα. Έντονη, φυσικά είναι και η χορευτική δραστηριότητα των Kισσαμιτών, οι οποίοι με το χτύπημα των ποδιών τους στο χορό και το άκουσμα της μουσικής λυτρώνονταν και εμψυχώνονταν στο παρελθόν, ώστε να αντέξουν τα δεινά των πολέμων. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι Κρήτες χόρευαν και τραγουδούσαν ακόμη και κατά την περίοδο των πολεμικών συρράξεων.

ΧΟΡΟΣ
Η χορευτική παράδοση της Κρήτης αποτελείται από 25, περίπου, παραδοσιακούς χορούς, οι οποίοι από την εποχή του Μεσοπολέμου έως και σήμερα άρχισαν να διαδίδονται σε όλο το νησί. Ο «συρτός» ήταν ο μοναδικός χορός με παγκρήτια διάδοση σε παραλλαγές και στους επιμέρους νομούς κυριαρχούσαν: «ο χανιώτικος συρτός» και «το πεντοζάλι» στα Χανιά, «η σούστα» στο Ρέθυμνο, και «ο μαλεβιζιώτης» στο Ηράκλειο. Λιγότερο γνωστοί χοροί ήταν η «γλυκομιλήτσα» και «το ρόδο» της Κισσάμου, «ο κουτσαμπαδιανός» και «ο τριζάλης» της Αμαρίου, «ο φτερωτός συρτός» σε Χανιά και Ρέθυμνο, «ο πηδηχτός του Λασιθίου», «ο απανωμερίτης» και «το μικρό μικράκι» στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο,«ο αγκαλιαστός», «ο ζερβόδεξος» και «ο ξενομπάσαρης» στην Ιεράπετρα και στη Μιράμπελλο, «ο λαζότης» και «τα ντουρνεράκια» σε διάφορες περιοχές του νησιού. Υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία συρτών-σιγανών και πηδηχτών χορών σε ολόκληρη την Κρήτη με παραλλαγές ανά περιοχή οι οποίοι χαρακτηρίζονται από τον επιθετικό προσδιορισμό της περιοχής. Έτσι υπάρχει το χανιώτικο σιγανό, ο ηρακλειώτικος σιγανός, ο ιεραπετρίτικος πηδηχτός, ο καστρινός πηδηχτός και ούτω καθεξής.

«Ο χανιώτικος συρτός»: οι πρόδρομοι ρυθμοί του ανάγονται στην περίοδο της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση αλλά και τις ιστορικές μαρτυρίες, οι κρητικοί που πήγαν εθελοντικά να ενισχύσουν την άμυνα της πόλης, συνέθεσαν δύο μελωδίες (σκοπούς), συνδυάζοντας την αρχαία πυρρίχια (πολεμική) κρητική μουσική, τις μαντινάδες και τη βυζαντινή μελωδία. Όσοι επέζησαν και επέστρεψαν στην Κρήτη, διέδωσαν αυτά τα τραγουδιστικά μοτίβα, τα οποία αρχικά δεν χορεύονταν. Η πρώτη τους χορευτική απόπειρα έγινε το 1750, σε ένα γάμο στα Πατεριανά Λουσακιών Κισσάμου, όταν ο Στέφανος Τριανταφυλλάκης ή Κιώρος από το Γαλουβά Λουσακιών, έπειτα από παραγγελία των κουμπάρων οπλαρχηγών για χορό, έπαιξε με το βιολί του αυτούς τους δύο σκοπούς (σήμερα, ονομάζονται «πρώτος χανιώτικος» και «δεύτερος χανιώτικος» ή «Kισσαμίτικος») και αυτοί, επιθυμώντας να τιμήσουν όσους επέστρεψαν από την Πόλη, αυτοσχεδίασαν και χόρεψαν προσαρμοσμένα στο ρυθμό του Κιώρου, με καινούρια ζάλα (βήματα). Οι δύο πρώτοι του χορού έκαναν τα «ταλίμια», τις φιγούρες δηλαδή, δίχως όμως να σηκώνουν τα πόδια τους από το έδαφος, συμβολίζοντας τον καπετάνιο και το πρωτοπαλίκαρο, το οποίο θα διαδέχονταν τον πρώτο σε περίπτωση απώλειάς του στη μάχη και διαδοχικά, αν χρειαζόταν, θα ακολουθούσαν και όλοι οι υπόλοιποι στη σειρά. Κατά αυτόν τον τρόπο λέγεται ότι γεννήθηκε ο «χανιώτικος συρτός», ο οποίος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην επαρχία Κισσάμου, όπου και έχει διασωθεί η παραπάνω δομή και ο τρόπος χορού.

«Το πεντοζάλι» είναι μάλλον ο πιο δημοφιλής πηδηχτός χορός της Κρήτης. Η γένεση του έγινε το 1770, όταν ο Δασκαλογιάννης από τα Σφακιά ζήτησε από τον τότε γνωστό βιολάτορα Στέφανο Τριανταφυλλάκη ή Κιώρο από το Γαλουβά Λουσακίων Κισσάμου να συνθέσει έναν «πυρρίχιο» (πολεμικό) χορό. Συγκεκριμένα ήθελε να είναι αφιερωμένος στο πέμπτο ζάλο (βήμα), δηλαδή την πέμπτη κατά σειρά απόπειρα των Κρητών να απελευθερωθούν από τους Τούρκους, με δώδεκα μουσικούς σκοπούς και δέκα βήματα, καθώς δώδεκα ήταν οι επικεφαλής της επανάστασης και τον δέκατο μήνα (Οκτώβριο) αυτή ξεκίνησε. Το πεντοζάλι χορεύεται με τα χέρια τεντωμένα στους ώμους των διπλανών χορευτών, συμβολίζοντας την αλληλοϋποστήριξη και την αλληλεγγύη των συμπολεμιστών. Οποιοσδήποτε μπορεί να φύγει από τη θέση του και να καταλάβει την πρώτη θέση όπου αυτοσχεδιάζει. Τα μονά ή πολλαπλά χτυπήματα των ποδιών στο έδαφος, οι λεγόμενες «πατιές», συμβολίζουν τις εκπυρσοκροτήσεις των κρητικών όπλων ενάντια στους κατακτητές. Για όλα τα παραπάνω, το πεντοζάλι δεν είναι απλά ένας πολεμικός χορός αλλά πρωτίστως ένας επαναστατικός χορός, με ηρωικούς συμβολισμούς και εκρηκτικό ύφος.

Γιτσικιά σούστα: είναι πηδηχτός χορός της Κισσάμου, χορεύεται πλέον μόνο από άνδρες, οι οποίοι, με λυγισμένους τους αγκώνες, πιάνονται μεταξύ τους από τις παλάμες στο ύψος των ώμων. Ονομάζεται και Ρουμαθιανή σούστα.

Ρόδο: χορός της επαρχίας Κισσάμου, χορεύεται πλέον από γυναίκες σε σχήμα κύκλου, οι οποίες πιάνονται μεταξύ τους από τις παλάμες στο ύψος των ώμων. Ονομαστικά είναι συνδεδεμένος με τις μαντινάδες με περιεχόμενο το ρόδο.

Γλυκομηλίτσα: χορεύεται από άνδρες και γυναίκες σε κύκλο, με λαβή από τις παλάμες στο ύψος των ώμων, ανήκει στους σιγανούς χορούς της επαρχίας Κισσάμου. Αναβίωσε προσφάτως και το όνομά του προήλθε από το ριζίτικο τραγούδι «Το μήλον όσο κρέμεται εις την γλυκομιλήτσα».

ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΑΓΓΕΙΟΠΛΑΣΤΙΚΗ
Η δημιουργική έκφραση του κρητικού πήρε μορφή αμέτρητες φορές μέσω του πηλού, από τα πρωτομινωικά ακόμη χρόνια. Από τη μια τα αγγεία είχαν χρηστική αξία που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των ανθρώπων και από την άλλη ήταν φορείς καλλιτεχνικής έκφρασης της εκάστοτε εποχής, με τις διακοσμήσεις που έφεραν στην επιφάνειά τους. Η τεχνοτροπία κατασκευής τους αφορά σε δημιουργήματα από υγρό πηλό, ο οποίος παίρνει μορφή μέσω των ανθρώπινων χεριών, έπειτα ξεραίνεται ώστε να γίνει στερεός και στη συνέχεια ψήνεται σε ειδικούς φούρνους για να είναι ακόμη πιο ανθεκτικό το τελικό προϊόν. Σήμερα, λειτουργούν εργαστήρια αγγειοπλαστικής στη Γραμβούσα και στα Νοχιά, όπου κατασκευάζονται διακοσμητικά κεραμικά.

ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΙΚΗ
Πολλοί Κισσαμίτες ασχολούνται πατροπαράδοτα ακόμα και σήμερα με την τέχνη της ξυλογλυπτικής. Με τα χέρια τους δίνουν μορφές και επεξεργάζονται τα ξύλα του τόπου τους είτε κατασκευάζοντας χρηστικά έπιπλα είτε διακοσμητικά. Στην τεχνοτροπία αυτή έχουν διασωθεί στοιχεία της Βυζαντινής παράδοσης, η οποία επηρεάζει ακόμη και την εμφάνιση των σύγχρονων ξυλόγλυπτων αντικειμένων. Στην Κίσσαμο υπάρχει ξυλογλυπτική σχολή, όπου φοιτούν αρκετοί νέοι, συνεχιστές αυτής της παραδοσιακά λαϊκής τέχνης.

ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η ζωγραφική απεικόνιση θεμάτων θρησκευτικού περιεχομένου, όπως τα πρόσωπα, η ζωή και τα θαύματα των Αγίων, ονομάζεται αγιογραφία. Στην Κίσσαμο αναπτύχθηκε σημαντικά από τα μέσα του 14ου αιώνα με εμφανείς τις επιρροές της κλασικής Βυζαντινής τέχνης. Επιφανείς αγιογράφοι της περιοχής είναι ο Ιεροψάλτης Ιωάννης Αννουσάκης, ο Μανώλης Θεοδωσάκης αλλά και νεότεροι τους όπως ο Γιαννακάκης και ο Τζιρτζιλάκης που αγιογράφησαν τη Μητρόπολη της Κισσάμου.

ΚΙΣΣΑΜΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΧΕΙΡΟΤΕΧΝΕΙΑ
Όλα τα εργόχειρα που έφτιαχνε η Κισσαμίτισσα νοικοκυρά ανά τους αιώνες είναι το σύνολο της οικοχειροτεχνίας της περιοχής. Κεντήματα με βελονάκι ή κοπανέλι, πλεκτά, υφαντά, κρητικές φορεσιές, κουκούλια και άλλα πολλά είναι τα δημιουργήματά τους και αποτελούν φορείς της τοπικής κουλτούρας και ψυχοσύνθεσης. Ακόμη και σήμερα υπάρχει ενδιαφέρον για αντίστοιχες δημιουργίες, όπως αποδεικνύει η ύπαρξη του Συνεταιρισμού Γυναικών Παραδοσιακής Χειροτεχνίας Επαρχίας Κισσάμου που δραστηριοποιείται στην περιοχή.

ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Τα ριζίτικα είναι πολύστιχα παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια χωρίς τίτλο και συνοδεία χορού. Χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: της τάβλας (δηλαδή όσα τραγουδιούνται σε συναντήσεις που περιέχουν και φαγητό) και της στράτας (αυτά συνοδεύουν τις μακρινές πορείες των ριζιτών από το ένα χωριό στο άλλο). Τυπικά ξεκινάει a capella ένας στίχος τραγουδιστά από κάποιον και έπειτα επαναλαμβάνεται χορωδιακά από πολλούς. Τραγουδιόταν από τους κατοίκους των ορεινών περιοχών της δυτικής Κρήτης αρχικά με παραβολικό λόγο ως κώδικας επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων του βουνού, για να μην καταλαβαίνει ο εχθρός το νόημά τους. Η θεματική τους είναι η ανδρεία, η ελευθερία, το θάρρος, η γενναιότητα, η οργή, το πάθος, η θλίψη, η χαρά, ο πόνος και ο έρωτας που βιώνει ο κρητικός λαός. Έχουν ήθος λαϊκό και ρωμαλέο, αντάξιο των Κρητών πολεμιστών, είναι συνυφασμένα όμως και με γιορτές, πανηγύρια, γάμους, βαφτίσεις, αρραβώνες αλλά και φιλικές συγκεντρώσεις.

Οι μαντινάδες είναι το συνηθέστερο είδος λαϊκού τραγουδιού και αποτελούνται από δυο δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους με ολοκληρωμένο νόημα ενώ συνάμα μαντατεύουν κάτι, δηλαδή στέλνουν ένα μαντάτο (το μήνυμα στα κρητικά). Η σύνθεσή τους είναι πολλές φορές αυθόρμητη και στους στίχους τους οι κρητικοί εκφράζουν τη σκέψη, τα συναισθήματα και τα βιώματά τους. Έχουν ταυτιστεί με την καθημερινότητα των ντόπιων και η θεματική τους ποικίλει,κινούμενη στους χώρους του έρωτα, της αγάπης, του παραπόνου, της φιλοσοφίας αλλά και του πένθους (μοιρολόγια). Τραγουδιούνται είτε με τη συνοδεία μουσικών οργάνων, είτε όχι, ακολουθώντας τους «σκοπούς» – όπως αποκαλούνται οι μελωδίες στα κρητικά- των παραδοσιακών κρητικών χορών.

ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ
Πανηγύρια γίνονται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους με την κορύφωσή τους να παρατηρείται την καλοκαιρινή περίοδο και ειδικότερα κατά την περίοδο του Δεκαπενταύγουστου. Είναι εκδηλώσεις στις οποίες οι κάτοικοι της περιοχής θα συνευρεθούν, θα συζητήσουν, θα φάνε, θα πιουν, θα ευφρανθούν και θα χορέψουν όλοι μαζί, κοινωνοί της ίδιας παραδοσιακής εμπειρίας ανά τους αιώνες, τιμώντας τους Αγίους της Ορθοδοξίας. Πρωταγωνιστική θέση κατέχει το πανηγύρι προς τιμήν του πολιούχου και προστάτη της πόλης της Κισσάμου Αγίου Σπυρίδωνα, στις 12 Δεκεμβρίου κάθε χρόνο, όποτε και γίνεται η περιφορά της εικόνας του Αγίου.

ΦΟΡΕΣΙΕΣ
Η παραδοσιακή Κισσαμίτικη φορεσιά για τους άνδρες αποτελείται από μια πολύπτυχη βράκα από μπλε τσόχα, ένα «μεϊντανογέλεκο» διακοσμημένο με κεντήματα, ένα μεταξωτό κεντητό λευκό πουκάμισο, μια μακριά μεταξωτή βυσσινί ζώνη και λευκά στιβάνια (ψηλές μπότες). Το σύνολο συμπληρώνεται από το κρουσωτό μαντήλι στο κεφάλι, του οποίου τα κρόσσια συμβολίζουν την μακρόχρονη τουρκοκρατία στην Κρήτη, και την αλυσίδα που κρέμεται από το λαιμό και ενώνεται με το μαχαίρι που περνούν στη μέση τους κάτω από τη ζώνη. Το μαχαίρι αυτό είναι από ασήμι, η λαβή του ονομάζεται «μανίκα» και συνήθως έχει σχήμα ουράς ψαριού ή V. Η δε θήκη του, με το όνομα «φουκάρι», είναι ασημένια, χειροποίητα σκαλισμένη με το καλέμι και μαζί με το μαχαίρι αποτελεί το εντυπωσιακότερο κόσμημα της ανδρικής φορεσιάς. Οι Κρητικοί ήταν άμεσα συνδεδεμένοι με τα μαχαίρια τους και συμβόλιζαν γι’ αυτούς την ανδρεία και την πνευματική αντίσταση σε κάθε κατακτητή.

Η αντίστοιχη για τις γυναίκες ενδυμασία αποτελείται από μια φαρδιά παντελόνα συνδυασμένη με μια πουκαμίσα έως κάτω από το γόνατο σε κρεμ αποχρώσεις και οι δυο. Η κλασική ποδιά με τα κεντήματα κρέμεται στο μπροστά μέρος του σώματος ενώ από πίσω δένεται η «σάρτζα», μια ποδιά κόκκινου χρώματος της οποίας οι άκρες πιασμένες μπαίνουν στην αριστερή πλευρά της κόκκινης επίσης ζώνης. Το «ζιπόνι» (σαν κοντό σακάκι) γίνεται από τσόχα, συνήθως μαύρου χρώματος και έχει πλούσια χρυσά κεντήματα, γι΄αυτό ονομάζεται και «χρυσοζίπονο». Το κεφαλομάντηλο είναι μεταξοΰφαντο ή βαμβακερό, σε κόκκινες ή βυσσινί αποχρώσεις, με χρυσό ή κίτρινο κρόσσι. Μια σημαντική λεπτομέρεια που αξίζει ιδιαίτερης αναφοράς είναι ότι οι αρραβωνιασμένες ή παντρεμένες γυναίκες φορούσαν και το «μπασαλάκι» ή «πασαλάκι» ή «αργυρομπουνιαλάκι». Πρόκειται για ένα αργυρό μαχαιράκι σε ασημένιο «φουκάρι» (θήκη), μικρογραφία του αντίστοιχου ανδρικού μαχαιριού, το οποίο φέρει περήφανη στη ζώνη της η νύφη, αφού το δέχτηκε ως δώρο από τον άντρα της.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ